Εδώ και χρόνια, η Intrum, η μεγαλύτερη εισπρακτική εταιρεία χρεών στην Ευρώπη, κέρδιζε από τις οφειλές άλλων, αυξάνοντας ταυτόχρονα δικά της χρέη. Ωστόσο, με την πορεία αυτή, τελικά κάτω από το βάρος των υποχρεώσεών της, οδηγήθηκε σε διαδικασία υπαγωγής στο Άρθρο 11 του πτωχευτικού κώδικα των ΗΠΑ.
Η Intrum αναγνωρίζεται από τους δανειολήπτες ως ο “κακός” της υπόθεσης. Αν και οι δανειολήπτες δεν εισπράττουν από αυτήν, η εταιρεία αναλαμβάνει την αγορά και διαχείριση “κόκκινων” δανείων, απαιτώντας την αποπληρωμή τους από άτομα που βρίσκονται σε δυσκολίες. Ο Economist είχε περιγράψει τη δράση της Intrum, συγκρίνοντάς την με τους “καρχαρίες” των ταινιών, που αναζητούν τρόπους να εισπράξουν με τη βία.
Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι επιδιώκει έναν ανοιχτό διάλογο με τους πελάτες της, προσπαθώντας να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν τις οικονομικές τους δυσκολίες. “Μιλάμε με χιλιάδες πελάτες καθημερινά μέσω διαφόρων καναλιών και στόχος μας είναι να βρούμε μια λύση ώστε να απαλλαγούν από τα χρέη τους”, δηλώνει η Intrum. Σημειώνεται ότι η εταιρεία εργάζεται τόσο για μικρές όσο και για μεγάλες επιχειρήσεις, προσπαθώντας να διασφαλίσει ότι οι εταιρείες πληρώνονται και μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Η εταιρεία υπήρξε πρωτοπόρος στον τομέα της μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Οι τράπεζες που αναζητούσαν τρόπους να απαλλαγούν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τους βρήκαν έναν Σύμμαχο στην Intrum, η οποία επέκτεινε τις δραστηριότητές της μέσω δανεισμού. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, το επιχειρηματικό μοντέλο της αποδείχθηκε μη βιώσιμο. Το ποσοστό των κόκκινων δανείων στις τράπεζες μειώθηκε σημαντικά και παρά τις υποθέσεις για νέο κύμα αθετήσεων, οι αναμενόμενες κρίσεις απέτυχαν να παράγουν νέα κόκκινα δάνεια.
Οι πιέσεις αυτού του τομέα δεν ήταν οι μόνες αιτίες που οδήγησαν την Intrum στην πτώχευση. Η απόφαση για συγχώνευση με την Lindorff το 2018 αύξησε το χρέος της και είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στην ηγεσία της. Σήμερα, η Intrum αναφέρεται να έχει χρέη συνολικού ύψους 58,4 δισ. σουηδικών κορονών (περίπου 5,1 δισ. ευρώ) και οι πιστωτές της αναμένουν τις εξελίξεις εδώ και αρκετό καιρό.
Η εταιρεία ελπίζει να ολοκληρώσει τη διαδικασία του Άρθρου 11 εντός του έτους, προκειμένου να προχωρήσει σε ανακεφαλαιοποίηση και να επαναλάβει τις δραστηριότητές της χωρίς τα βάρη που τη βαραίνουν.
Πηγή: naftemporiki.gr